αιματοβυζαίνω

αιματοβυζαίνω
1. βυζαίνω, ρουφώ, πίνω αίμα
2. απομυζώ, εκμεταλλεύομαι κάποιον (λέγεται και για τοκογλύφο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”